- ἀποπεμπόμενος
- ἀποπέμπωsend offpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъганѧти — ОТЪГАНѦ|ТИ (15), Ю, ѤТЬ гл. 1.Отгонять: да ѡсѣнить цр҃квь и ѿганѧти пты, хотѧщимъ сѣдати (ὅπως… ἀποσοβοῖ) ГА XIV1, 91а; ст҃ое се стадо пасеши. а ина всѧ ѹправлѧ˫а на лучшее. и горки˫а волкы ѿганѧ˫а (ἀποπεμπόμενος) ГБ к. XIV, 201г; || перен:… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευπέμπελος — εὐπέμπελος, ον (Α) η λ. μόν. στον Αισχύλ. αυτός που αποπέμπεται, που αποδιώχνεται εύκολα, που καθαιρείται, που καταπατείται εύκολα («αὗται, δηλ. αἱ Εὐμενίδες, ἔχουσι μοῑραν οὐκ εὐπέμπελον» έχουν τέτοιο αξίωμα, ώστε να μην αποπέμπονται εύκολα,… … Dictionary of Greek